εριλαμπής

εριλαμπής
ἐριλαμπής, -ές (Α)
ο πολύ λαμπρός («ἐριλαμπὴς σοφίη», Πρόκλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -λαμπής (< λάμπω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐριλαμπέα — ἐριλαμπής bright shining neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐριλαμπής bright shining masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριλαμπέος — ἐριλαμπής bright shining masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • εριλαμπέτις — ἐριλαμπέτις, ἡ (Α) μτγν. ανώμαλο θηλυκό τού ἐριλαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + λαμπέτις (< λάμπω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐριλαμπέι — ἐριλαμπέϊ , ἐριλαμπής bright shining dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”